-
1 μενοεικής
A suited to the desires, satisfying, agreeable, to one's taste, mostly of meat and drink, δαίς, δεῖπνον, Il.9.90, Od.20.391;ἐδωδή 6.76
;σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον.. ἐνθήσω μενοεικἔ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι 5.166
;πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Il.9.227
, cf. Od.16.429;τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα 14.232
; τάφος μ. a plentiful funeral feast, Il.23.29; μενοεικέα ὕλην great store of wood, ib. 139; [δῶρα,] χάρις, 19.144, 23.650;καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα Od.13.273
, cf. Plu.Phoc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενοεικής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский